πλέθρο

πλέθρο
Αρχαία μονάδα μήκους και επιφάνειας. Ήταν γνωστή από την ομηρική εποχή και ισοδυναμούσε με 10 οργιές. Στους ιστορικούς χρόνους, ως μονάδα μήκους, αντιστοιχούσε προς 29,57 μ., και ως μονάδα επιφανείας προς 874 τ.μ. Επιπλέον ισοδυναμούσε με 100 ελληνικά πόδια ή με το ένα έκτο του σταδίου.
* * *
το / πλέθρον ΝΑ, και βλέθρον και πέλεθρον Α
μονάδα μήκους ισοδύναμη με 29,57 μέτρα σήμερα, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή 1/6 τού σταδίου
νεοελλ.
μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
(στη Ρώμη) μονάδα μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους σαράντα πόδες ως προς το μήκος και εκατόν είκοσι ως προς το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -θρον (πρβλ. βέρε-θρον). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέλομαι «γυρίζω, περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. πέλεθρον από τον οποίο προήλθε ο τ. πλέθρον με συγκοπή τού -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλέθρο — το 1. μονάδα μήκους ίση με 29,57 μ. 2. μονάδα επιφάνειας ίση με 8.740 τ.μ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλεθρον — ἡμίπλεθρον, τὸ (Α) μονάδα μέτρησης εμβαδού ίση προς μισό πλέθρο, δηλαδή με πενήντα τετραγωνικούς πόδες …   Dictionary of Greek

  • ιούγερον — ἰούγερον, τὸ (ΑΜ) μέτρο επιφανείας, το πλέθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. iugerum «πλέθρον»] …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • πέλεθρον — τὸ, Α βλ. πλέθρο …   Dictionary of Greek

  • τετράγυος — και δ. γρφ. τετρόγυος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον (ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ εἴη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γύης… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”